- γραφικῶν
- γραφικόςcapable of drawingfem gen plγραφικόςcapable of drawingmasc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Πολυμέσα — (Multimedia). Τεχνολογία που σχεδιάστηκε και αναπτύχθηκε για ηλεκτρονικούς υπολογιστές (Η/Υ), και βασίζεται στην αρχή ότι χρησιμοποιεί περισσότερα από ένα μέσα για να επικοινωνήσει με τον χρήστη του Η/Υ ή απλά να παρουσιάσει κάποιες πληροφορίες… … Dictionary of Greek
Τάσσος, Αλεβίζος Αναστάσιος — (Μεσσηνία 1914 – Αθήνα 1985). Χαράκτης. Ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους της ελληνικής χαρακτικής. Σπούδασε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών και εργάστηκε κοντά σε γνωστούς ζωγράφους και γλύπτες. Για πολλά χρόνια εικονογραφούσε τα κείμενα της … Dictionary of Greek
έθιμο — Κάθε ομαδική αντίληψη ή πίστη που εκδηλώνεται έμπρακτα και επανειλημμένα, ώστε να αποτελεί παράδοση (για παράδειγμα, η νύφη πρέπει να φορά πέπλο στον γάμο). Ένα άλλο γνώρισμα του ε. είναι πως αυτό συνιστά μια αυθόρμητη εκδήλωση, με την έννοια πως … Dictionary of Greek
γραφή — Τεχνική που επινοήθηκε από τον άνθρωπο για να επικοινωνεί με τους άλλους και συνίσταται στην ορατή και σχετικά διαρκή αποτύπωση είτε του περιεχομένου, είτε, στις πιο εξελιγμένες φάσεις, της ίδιας της μορφής των γλωσσικών σημείων. Η πρώτη γ. ήταν… … Dictionary of Greek
γραφομετρία — η 1. μέτρηση τών διαστάσεων τής γραφής για την πιστοποίηση τής ταυτότητας ή τής διαφοράς δύο γραφικών χαρακτήρων 2. καταμέτρηση επιφανειών με το γραφόμετρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γραφή + μετρία*, αντιδάνειο τής Ελληνικής πρβλ. γαλλ. graphometrie] … Dictionary of Greek
εκδότης — Οποιοσδήποτε αναλαμβάνει να κάνει γνωστό ένα ανέκδοτο έργο ή να παρουσιάσει –αναθεωρημένο ή επιμελημένο ξανά– ένα κείμενο ήδη γνωστό. Η σύγχρονη σημασία της έκδοσης, ως συνόλου αντιτύπων του ίδιου έργου, συνδέεται με την εφεύρεση της τυπογραφίας … Dictionary of Greek
καλαμίδα — η (Α καλαμίς) [κάλαμος] εργαλείο για τη σύλληψη πτηνών, ξόβεργα αρχ. 1. θήκη γραφικών καλάμων, γραφίδων, κονδυλοθήκη 2. γραφίδα, πένα 3. οδοντογλυφίδα 4. εργαλείο που τό χρησιμοποιούσαν πυρακτωμένο για κατσάρωμα τών μαλλιών 5. είδος καρφοβελόνας … Dictionary of Greek
καλλιγραφία — Η τέχνη της γραφής ωραίων και κανονικών γραμμάτων. Όλοι οι λαοί, και ιδιαίτερα οι ανατολικοί, έδειξαν μεγάλο ενδιαφέρον για την κ., ήδη από τότε που επινοήθηκε η γραφή. Οι Αιγύπτιοι, για παράδειγμα, προκειμένου να επιτύχουν την ευθύτητα των… … Dictionary of Greek
φιλαδέλφεια — I Ονομασία αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη της Αιγύπτου, κοντά στο σημερινό Φαγιούμ. Χτίστηκε από τον Πτολεμαίο τον Φιλάδελφο. Έπαψε να υπάρχει από τον 4o αι. μ.Χ. 2. Πόλη της Περγάμου, στις βόρειες πλαγιές του όρους Τμώλου, που χτίστηκε το 140 π.Χ. από… … Dictionary of Greek
χαρακτική — Με την ονομασία αυτή χαρακτηρίζεται το σύνολο των γραφικών μεθόδων που περιλαμβάνουν την αποτύπωση ενός σχεδίου επάνω σε μόνιμη μήτρα και από εκεί τη μεταφορά του σε χαρτί ή άλλο υλικό. Η αποτύπωση του σχεδίου στη μήτρα γίνεται με την τεχνική της … Dictionary of Greek